υπερασπίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υπερασπίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερασπίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερασπίζω
- θα υπερασπίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερασπίζω