Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπερασπίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερασπίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερασπίζω
  3. θα υπερασπίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερασπίζω