Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπεραμυνθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεραμύνομαι
  2. θα υπεραμυνθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεραμύνομαι