Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπεκφύγουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεκφεύγω
  2. θα υπεκφύγουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεκφεύγω