υπακούσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπακούσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπακούω
- θα υπακούσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπακούω
υπακούσουμε