Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υμνηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υμνούμαι
  2. θα υμνηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υμνούμαι