Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υβρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υβρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υβρίζω
  3. θα υβρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υβρίζω