τυφλωθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατυφλωθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυφλώνομαι
- θα τυφλωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τυφλώνομαι
τυφλωθούν