Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τυφλωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυφλώνομαι
  2. θα τυφλωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τυφλώνομαι