Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυφλογενής < τυφλός + γέννηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυφλογενής αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που έχει τη συγγενή πάθηση της τυφλότητας, δηλαδή είναι εκ γενετής τυφλοί, σε αντιδιαστολή προς την επίκτητη τύφλωση, από ατύχημα ή ασθένεια