τυροκομήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τυροκομήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυροκομώ
- θα τυροκομήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τυροκομώ