Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυλιχτούν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τυλιχτούν
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' πληθυντικό
υποτακτικής
αορίστου του ρήματος
τυλίγομαι
θα τυλιχτούν
:
γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
τυλίγομαι