τσυρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσυρ αρσενικό άκλιτο
- (ιδιωματικό) ο κυρ (κύριος)
- ※ O τσυρ Bοριάς παράντζειλε όλων των καραβιούνε: – Kαράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε, εμπάτε στα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξου, ν’ ασπρίσου κάμπους και βουνά, βρυσούλες να παγώσου, κι όσα βρω μεσοπέλαγα, στεριάς θε να τα ρίξου. (@greek-language.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσυρ
|