Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τσουρουφλίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσουρουφλίζω
  2. θα τσουρουφλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσουρουφλίζω