Δείτε επίσης: τση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσοι < φθογγική αντικατάσταση του ου με οι τους + οι

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας επεξεργασία

τσοι

  • (ιδιωματικό): τους (Κρήτη, Νάξος)
    το μπεζεστένι σείστηκε με τσοι πραματευτάδες