τσεπώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατσεπώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τσεπώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσεπώνω
- θα τσεπώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσεπώνω