Ετυμολογία

επεξεργασία
τσατσαρίζω < λείπει η ετυμολογία

τσατσαρίζω

  • κουβεντιάζω, συζητώ
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 135 (134-136) @anemi.lib.uoc.gr
    Ἅπαξ τὸν χρόνον ἄλογον πολλάκις ἂν ζητήσω,
    νὰ ὑπάγω νὰ ἴδω φίλον μου, μικρὸν νὰ τσατσαρίσω,
    καὶ νὰ φανῶ εἰς τοὺς γείτονας ὅτι εἶμαι καβαλλάρης,
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία