Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσακωθείς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τσακωθείς
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
β' ενικό
υποτακτικής
αορίστου του ρήματος
τσακώνομαι
θα τσακωθείς
:
β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
τσακώνομαι