τσαγκρουνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαγκρουνίζω < γρατσουνάω[1]
Ρήμα
επεξεργασίατσαγκρουνίζω (παθητική φωνή: τσαγκρουνίζομαι)
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του γρατσουνάω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσαγκρουνίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τσαγκρουνίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας