Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσίγκλησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τσίγκλησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τσιγκλώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τσιγκλώ