τσάκα τσάκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσάκα τσάκα : (ηχομιμητική λέξη) → δείτε τη λέξη τσακ
Έκφραση επεξεργασία
τσάκα τσάκα
- γρήγορα
- λέγεται συνηθέστερα για συντόμευση κάποιας ενέργειας
- * "καθάρισε τσάκα τσάκα να φύγουμε"
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσάκα τσάκα
|