τρωίρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρωίρο < τριγύρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα
επεξεργασίατρωίρο αρσενικό
- (ιδιωματικό) γύρω [1]
- ↪ τρωίρο - τρωίρο: γύρω γύρω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7.