Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυφερῶς < τρυφερ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

τρῠφερῶς, συγκριτικός:τρυφερώτερον

  1. τρυφερά, απαλά
  2. φιλήδονα

  Πηγές επεξεργασία