Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

 
Τροχοποιοί ποιούν τροχό άμαξας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχοποιός < τροχός + -οποιός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροχοποιός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία