Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρουμπάρω < τρούμπ(α) + -άρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾumˈba.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρου‐μπά‐ρω

  Ρήμα επεξεργασία

τρουμπάρω

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. τρουμπάρω τρούμπαρα θα τρουμπάρω να τρουμπάρω τρουμπάροντας
β' ενικ. τρουμπάρεις τρούμπαρες θα τρουμπάρεις να τρουμπάρεις τρούμπαρε
γ' ενικ. τρουμπάρει τρούμπαρε θα τρουμπάρει να τρουμπάρει
α' πληθ. τρουμπάρουμε τρουμπάραμε θα τρουμπάρουμε να τρουμπάρουμε
β' πληθ. τρουμπάρετε τρουμπάρατε θα τρουμπάρετε να τρουμπάρετε τρουμπάρετε
γ' πληθ. τρουμπάρουν(ε) τρούμπαραν
τρουμπάραν(ε)
θα τρουμπάρουν(ε) να τρουμπάρουν(ε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία