Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριτοπροσώπως < τριτοπρόσωπος + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

τριτοπροσώπως

  Μεταφράσεις επεξεργασία