τρισόλβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρισόλβιος < αρχαία ελληνική τρισόλβιος < τρίς + ὄλβιος
Επίθετο
επεξεργασίατρισόλβιος, -α/-ος, -ο(ν)
- τρισευτυχισμένος
- ※ Ὄμματ΄ ἔχεις ῞Ηρης͵ Μελίτη͵ τὰς χεῖρας Ἀθήνης͵ τοὺς μαζοὺς Παφίης͵ τὰ σφυρὰ τῆς Θέτιδος.
- εὐδαίμων ὁ βλέπων σε͵ τρισόλβιος ὅστις ἀκούει ἡμίθεος δ΄ ὁ φιλῶν͵ ἀθάνατος δ΄ ὁ γαμῶν.
- Τα μάτια έχεις της Ήρας, Μελίτη, τα χέρια της Αθηνάς, τα στήθη της Παφίας*, τους μηρούς της Θέτιδος (* εννοεί την Αφροδίτη)
- ευδαίμων ο που σε βλέπει, τρισευτυχισμένος όποιος σε ακούει, ημίθεος δε ο που σε φιλά, αθάνατος δε ο που σα γαμά
- (Ρουφίνου, Παλατινή Ανθολογία AP V 94)
- ※ ὡς τρισόλβιοι κεῖνοι βροτῶν,
- οἳ ταῦτα δερχθέντες τέλη μόλωσ᾿ ἐς Ἅιδου·
- τοῖσδε γὰρ μόνοις ἐκεῖ ζῆν ἔστι,
- τοῖς δ᾿ ἄλλοισι πάντ᾿ ἐκεῖ κακά
- τρισευτυχισμένοι εκείνοι από τους θνητούς,
- οι οποίοι αυτά βλέποντας τα μυστήρια πηγαίνουν στου Άδη (τον τόπο),
- γιατί σε εκείνους μόνο, εκεί, ζωή υπάρχει,
- στους δε άλλους, εκεί, είναι όλα τα κακά
- ([1], Πλουτάρχου Ηθικά)
- ※ Ὄμματ΄ ἔχεις ῞Ηρης͵ Μελίτη͵ τὰς χεῖρας Ἀθήνης͵ τοὺς μαζοὺς Παφίης͵ τὰ σφυρὰ τῆς Θέτιδος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρισόλβιος
|