τριγωνομετρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατριγωνομετρούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος τριγωνομετρώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τριγωνομετρούμαι | τριγωνομετρούμουν | θα τριγωνομετρούμαι | να τριγωνομετρούμαι | ||
β' ενικ. | τριγωνομετρείσαι | τριγωνομετρούσουν | θα τριγωνομετρείσαι | να τριγωνομετρείσαι | ||
γ' ενικ. | τριγωνομετρείται | τριγωνομετρούνταν | θα τριγωνομετρείται | να τριγωνομετρείται | ||
α' πληθ. | τριγωνομετρούμαστε | τριγωνομετρούμασταν τριγωνομετρούμαστε |
θα τριγωνομετρούμαστε | να τριγωνομετρούμαστε | ||
β' πληθ. | τριγωνομετρείστε | τριγωνομετρούσασταν τριγωνομετρούσαστε |
θα τριγωνομετρείστε | να τριγωνομετρείστε | τριγωνομετρείστε | |
γ' πληθ. | τριγωνομετρούνται | τριγωνομετρούνταν | θα τριγωνομετρούνται | να τριγωνομετρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τριγωνομετρήθηκα | θα τριγωνομετρηθώ | να τριγωνομετρηθώ | τριγωνομετρηθεί | ||
β' ενικ. | τριγωνομετρήθηκες | θα τριγωνομετρηθείς | να τριγωνομετρηθείς | τριγωνομετρήσου | ||
γ' ενικ. | τριγωνομετρήθηκε | θα τριγωνομετρηθεί | να τριγωνομετρηθεί | |||
α' πληθ. | τριγωνομετρηθήκαμε | θα τριγωνομετρηθούμε | να τριγωνομετρηθούμε | |||
β' πληθ. | τριγωνομετρηθήκατε | θα τριγωνομετρηθείτε | να τριγωνομετρηθείτε | τριγωνομετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | τριγωνομετρήθηκαν τριγωνομετρηθήκαν(ε) |
θα τριγωνομετρηθούν(ε) | να τριγωνομετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τριγωνομετρηθεί | είχα τριγωνομετρηθεί | θα έχω τριγωνομετρηθεί | να έχω τριγωνομετρηθεί | τριγωνομετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις τριγωνομετρηθεί | είχες τριγωνομετρηθεί | θα έχεις τριγωνομετρηθεί | να έχεις τριγωνομετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τριγωνομετρηθεί | είχε τριγωνομετρηθεί | θα έχει τριγωνομετρηθεί | να έχει τριγωνομετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τριγωνομετρηθεί | είχαμε τριγωνομετρηθεί | θα έχουμε τριγωνομετρηθεί | να έχουμε τριγωνομετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τριγωνομετρηθεί | είχατε τριγωνομετρηθεί | θα έχετε τριγωνομετρηθεί | να έχετε τριγωνομετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τριγωνομετρηθεί | είχαν τριγωνομετρηθεί | θα έχουν τριγωνομετρηθεί | να έχουν τριγωνομετρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριγωνομετρούμαι
|
Πηγές
επεξεργασία- τριγωνομετρούμαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)