Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τριβελίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τριβελίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τριβελίζω
  3. θα τριβελίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τριβελίζω