τριανταένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριανταένα < (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική trentuno (τριάντα ένα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριανταένα ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριανταένα
→ δείτε τη λέξη τριανταμία |