Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τρελαθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρελαίνομαι
  2. θα τρελαθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρελαίνομαι