τρελαθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τρελαθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τρελαίνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρελαίνομαι
- θα τρελαθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρελαίνομαι