Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τρελαθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τρελαίνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρελαίνομαι
  3. θα τρελαθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρελαίνομαι