Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραχέως < τραχύς, τραχε- + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

τρᾱχέως, συγκριτικός:τραχύτερον/τραχυτέρως, υπερθετικός: τραχύτατα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία