τραυματιστώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τραυματιστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τραυματίζομαι
- θα τραυματιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τραυματίζομαι
τραυματιστώ