Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τραυλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τραυλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τραυλίζω
  3. θα τραυλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τραυλίζω