Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραβερσώνω < τραβέρσο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

τραβερσώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία