τρίορχις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρίορχις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρίορχις αρσενικό
- (σπάνιο) (παρωχημένο) είδος φυτού
- (σπάνιο) (παρωχημένο) άγνωστο όρνεο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρίορχις
|
τρίορχις αρσενικό
|