Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τράβελινκ < από το αγγλικό traveling

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τράβελινκ άκλιτο

Εντελώς ενστικτώδικα χρησιμοποίησα κάποτε εκείνη την τεχνική με τα μεγάλα πλάνα, τράβελινκ, πανοραμίκ που ακολουθούσαν ακατάπαυστα τους ηθοποιούς. συνέντευξη στο archive.filmfestival.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

τράβελινγκ

  Μεταφράσεις επεξεργασία