τουφεκίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατουφεκίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουφεκίζω
- θα τουφεκίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουφεκίζω
τουφεκίσουν