Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τουρτουρίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουρτουρίζω
  2. θα τουρτουρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουρτουρίζω