τουρκουάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουρκουάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική turquoise
Ουσιαστικό
επεξεργασίατουρκουάζ ουδέτερο άκλιτο
- το τιρκουάζ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουρκουάζ
→ δείτε τη λέξη τιρκουάζ |
τουρκουάζ ουδέτερο άκλιτο
→ δείτε τη λέξη τιρκουάζ |