τορπιλλάκατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τορπιλλάκατος (μαρτυρείται από το 1892) [1] → και δείτε τη λέξη τορπιλάκατος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατορπιλλάκατος θηλυκό
- (παρωχημένο) μη απλοποιημένη γραφή του τορπιλάκατος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1001, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου