τιμονεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιμονεύω < τιμόνι
Ρήμα
επεξεργασίατιμονεύω
- κρατώ το τιμόνι μέσου μεταφοράς
- χειρίζομαι το τιμόνι σε ακολουθούμενη πορεία.
- (μεταφορικά) ασκώ διοίκηση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τιμονεύω
|