τιμολογήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατιμολογήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τιμολογώ
- θα τιμολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τιμολογώ
τιμολογήσουν