Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τικάλ < ταϊλανδέζικη λέξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τικάλ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία