Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τηρήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τηρώ
  2. θα τηρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τηρώ