Δείτε επίσης: Τσιβιτάνος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζιβιτάνος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζιβιτάνος αρσενικό

  • (επάγγελμα) καπετάνιος
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Ὁ σίρ Πατί Τεμόρφου ὁ τζιβιτάνος τῆς πόλις ἐποῖκε νῶσιν τοῦ καπετάνου τῶν κατέργων τοῦ σίρ Ροτζὲρ Τελὰ Κολύε, καὶ πρὶ νὰ ἔλθουν τʼ ἄλλα β' ἐβγῆκαν τὰ γ' καὶ ἐπῆγαν καὶ ηὗραν τὰ τούρκικα,
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Παραῦτα ἐμήνισεν τοὺς ἐμπαλίδες, τοὺς τζιβητάνους καί οὕλους τοὺς βλεπατόρους τοῦ νησίου νὰ ποίσουν καλαῖς βίγλαις, πὰς καὶ δὲν ἐπέρασαν τὰ παιδία του, νὰ πέψῃ νὰ τὰ κολακέψῃ.
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Καὶ ὁ τζιβητάνος ἐκράτησέν τον καὶ εἶπεν του: ἔχε ἀπομονὴν καὶ θέλεις ἔχειν πᾶσα ἀπλαζίρ ἀπὸ τὸν ρῆγα.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία