Δείτε επίσης: Τσιβιτάνος

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζιβιτάνος αρσενικό

  • (επάγγελμα) καπετάνιος
      15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Ὁ σίρ Πατί Τεμόρφου ὁ τζιβιτάνος τῆς πόλις ἐποῖκε νῶσιν τοῦ καπετάνου τῶν κατέργων τοῦ σίρ Ροτζὲρ Τελὰ Κολύε, καὶ πρὶ νὰ ἔλθουν τʼ ἄλλα β' ἐβγῆκαν τὰ γ' καὶ ἐπῆγαν καὶ ηὗραν τὰ τούρκικα,

Άλλες μορφές

επεξεργασία