τζιβιτάνος
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τζιβιτάνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τζιβιτάνος αρσενικό
- (επάγγελμα) καπετάνιος
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
- Ὁ σίρ Πατί Τεμόρφου ὁ τζιβιτάνος τῆς πόλις ἐποῖκε νῶσιν τοῦ καπετάνου τῶν κατέργων τοῦ σίρ Ροτζὲρ Τελὰ Κολύε, καὶ πρὶ νὰ ἔλθουν τʼ ἄλλα β' ἐβγῆκαν τὰ γ' καὶ ἐπῆγαν καὶ ηὗραν τὰ τούρκικα,
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- τζιβιτάνος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)