Ετυμολογία

επεξεργασία
τζίπα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζίπα θηλυκό

  1. (ανατομία) δέρμα, πέτσα
  2. πέπλο

Άλλες μορφές

επεξεργασία