Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «τζάρουκας».
Αναθεώρηση : ένας ανώνυμος χρήστης υποστηρίζει ότι η λέξη είναι τζάρυκας.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζάρουκας αρσενικό

  1. (κρητικά) λάρυγγας, οισοφάγος
    κόψε του τον τζάρυκα, πέταξέ τονε των ορνιθώ