τζάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατζάζω
- (αργκό) διώχνω (συνήθως κάποιον ανεπιθύμητο), ξεφορτώνομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τζους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τζάζω | έτζαζα | θα τζάζω | να τζάζω | τζάζοντας | |
β' ενικ. | τζάζεις | έτζαζες | θα τζάζεις | να τζάζεις | τζάζε | |
γ' ενικ. | τζάζει | έτζαζε | θα τζάζει | να τζάζει | ||
α' πληθ. | τζάζουμε | τζάζαμε | θα τζάζουμε | να τζάζουμε | ||
β' πληθ. | τζάζετε | τζάζατε | θα τζάζετε | να τζάζετε | τζάζετε | |
γ' πληθ. | τζάζουν(ε) | έτζαζαν τζάζαν(ε) |
θα τζάζουν(ε) | να τζάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έτζασα | θα τζάσω | να τζάσω | τζάσει | ||
β' ενικ. | έτζασες | θα τζάσεις | να τζάσεις | τζάσε | ||
γ' ενικ. | έτζασε | θα τζάσει | να τζάσει | |||
α' πληθ. | τζάσαμε | θα τζάσουμε | να τζάσουμε | |||
β' πληθ. | τζάσατε | θα τζάσετε | να τζάσετε | τζάστε | ||
γ' πληθ. | έτζασαν τζάσαν(ε) |
θα τζάσουν(ε) | να τζάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τζάσει | είχα τζάσει | θα έχω τζάσει | να έχω τζάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τζάσει | είχες τζάσει | θα έχεις τζάσει | να έχεις τζάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τζάσει | είχε τζάσει | θα έχει τζάσει | να έχει τζάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τζάσει | είχαμε τζάσει | θα έχουμε τζάσει | να έχουμε τζάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τζάσει | είχατε τζάσει | θα έχετε τζάσει | να έχετε τζάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τζάσει | είχαν τζάσει | θα έχουν τζάσει | να έχουν τζάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζάζω
|