τεχνουργικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεχνουργικώς < τεχνουργικός + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
τεχνουργικώς
- (λόγιο) με τεχνουργικό τρόπο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεχνουργικώς
|
τεχνουργικώς
|