Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεχνουργικώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεχνουργικώς
<
τεχνουργικός
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
τεχνουργικώς
(
λόγιο
) με
τεχνουργικό
τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
τεχνουργικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεχνουργικώς
→
δείτε
τη λέξη
τεχνουργικά